- αγγελοζωγράφιστος
- -η, -οωραίος σαν να 'χει ζωγραφιστεί από άγγελο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγελοζωγραφιστός — ή, ό αυτός που μοιάζει με ζωγραφισμένο άγγελο, ο εξαιρετικά όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ζωγραφιστός] … Dictionary of Greek
αγγελογραμμένος — η, ο 1. ο αγγελοζωγραφιστός* 2. ο ετοιμοθάνατος, επειδή θεωρείται σαν γραμμένος από τον ψυχοπομπό άγγελο στον κατάλογο τών μελλοθανάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + γράφω] … Dictionary of Greek